- ωριγενισμός
- ο, Νεκκλ. η διδασκαλία τού Ωριγένους στο σύνολό της και, ιδίως, οι αιρετικές του δοξασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ωριγένης + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek